φυρόχρωμος

φυρόχρωμος
-ον, Α
(λ. αμφβλ. σημ.) αυτός που έχει το χρώμα τού δέρματος βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, ποικιλόχρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυρός — ή, ό / φυρός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του 2. φρ. α) «φυρό μυαλό» αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια β) «φυρό παράθυρο [ή ξύλο]» παράθυρο [ή ξύλο] που έχει συρρικνωθεί αρχ. ο φυρόχρωμος*.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”